YIELDED - ορισμός. Τι είναι το YIELDED
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι YIELDED - ορισμός


Yielded      
·Impf & ·p.p. of Yield.
yielding         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Yielding; Yields; Yeild; Yield rate; Relenting; Relent; Relents; Relented; Yield (disambiguation)
A yielding surface or object is quite soft and will move or bend rather than staying stiff if you put pressure on it.
...the yielding ground.
...the soft yielding cushions.
ADJ
Yielding         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Yielding; Yields; Yeild; Yield rate; Relenting; Relent; Relents; Relented; Yield (disambiguation)
·p.pr. & ·vb.n. of Yield.
II. Yielding ·adj Inclined to give way, or comply; flexible; compliant; accommodating; as, a yielding temper.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για YIELDED
1. The bank said the dollar–denominated part of its portfolio yielded 2.03 percent in the first half of 2006, the euro–denominated yielded 1.06 percent and the sterling–denominated yielded 1.'2 percent.
2. The results yielded incriminating evidence, officials said.
3. Cold–calling potential donors yielded only rejections.
4. Such financial support has yielded important results.
5. Tuesday‘s results yielded no significant surprises.